- περιδρομικός
- περιδρομικόςsiderealmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιδρομικός — ή, όν, Α [περίδρομος (II)] (για την κίνηση τής Σελήνης) αστρικός, σε αντιδιαστολή με το συνοδικός («περιδρομικὸς κύκλος», Βέττ. Βάλ.) … Dictionary of Greek